- προμελωδώ
- -έω, Μμελοποιώ προηγουμένως ή εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μελῳδῶ «μελοποιώ, συνθέτω μέλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμελίζω — Μ προμελῳδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μελίζω (< μέλος «ωδή»)] … Dictionary of Greek